Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
View word page
ἀβουκόλητος
untended by herdsmen

ShortDef

untended by herdsmen

Debugging

Headword:
ἀβουκόλητος
Headword (normalized):
ἀβουκόλητος
Headword (normalized/stripped):
αβουκολητος
IDX:
112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-113
Key:

Data

{'content': 'untended by herdsmen'}