Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
ἀπόκρισις
View word page
ἀποκρέμασις
hanging down
ShortDef
hanging down
Debugging
Headword:
ἀποκρέμασις
Headword (normalized):
ἀποκρέμασις
Headword (normalized/stripped):
αποκρεμασις
IDX:
11296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11297
Key:
Data
{'content': 'hanging down'}