Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
ἀποκρισιάριος
View word page
ἀποκρεμάννυμι
to let hang down

ShortDef

to let hang down

Debugging

Headword:
ἀποκρεμάννυμι
Headword (normalized):
ἀποκρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποκρεμαννυμι
IDX:
11295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11296
Key:

Data

{'content': 'to let hang down'}