Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
ἀποκρίνω
View word page
ἀποκρέμαμαι
hang down from, hang on by

ShortDef

hang down from, hang on by

Debugging

Headword:
ἀποκρέμαμαι
Headword (normalized):
ἀποκρέμαμαι
Headword (normalized/stripped):
αποκρεμαμαι
IDX:
11294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11295
Key:

Data

{'content': 'hang down from, hang on by'}