Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
ἀπόκριμα
View word page
ἀποκρατέω
to exceed all others

ShortDef

to exceed all others

Debugging

Headword:
ἀποκρατέω
Headword (normalized):
ἀποκρατέω
Headword (normalized/stripped):
αποκρατεω
IDX:
11293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11294
Key:

Data

{'content': 'to exceed all others'}