Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
ἀποκρημνόω
ἀποκριδόν
View word page
ἀποκρανίζω
to strike off from the head
ShortDef
to strike off from the head
Debugging
Headword:
ἀποκρανίζω
Headword (normalized):
ἀποκρανίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκρανιζω
IDX:
11292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11293
Key:
Data
{'content': 'to strike off from the head'}