Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
ἀποκρημνίζω
ἀπόκρημνος
View word page
ἀποκραιπαλάω
to sleep off a debauch

ShortDef

to sleep off a debauch

Debugging

Headword:
ἀποκραιπαλάω
Headword (normalized):
ἀποκραιπαλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκραιπαλαω
IDX:
11290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11291
Key:

Data

{'content': 'to sleep off a debauch'}