Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
ἀδιάσπαστος
ἀδιάσταλτος
ἀδιαστασία
View word page
ἀδιάρρευστος
non-deliquescent

ShortDef

non-deliquescent

Debugging

Headword:
ἀδιάρρευστος
Headword (normalized):
ἀδιάρρευστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαρρευστος
IDX:
1128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1129
Key:

Data

{'content': 'non-deliquescent'}