Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
ἀποκρεμής
View word page
ἀποκράδιος
plucked from the fig-tree
ShortDef
plucked from the fig-tree
Debugging
Headword:
ἀποκράδιος
Headword (normalized):
ἀποκράδιος
Headword (normalized/stripped):
αποκραδιος
IDX:
11288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11289
Key:
Data
{'content': 'plucked from the fig-tree'}