Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμαστός
View word page
ἀποκραδίζω
pluck from the fig-tree

ShortDef

pluck from the fig-tree

Debugging

Headword:
ἀποκραδίζω
Headword (normalized):
ἀποκραδίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκραδιζω
IDX:
11287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11288
Key:

Data

{'content': 'pluck from the fig-tree'}