Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
View word page
ἀπόκπατος
without strength, exhausted

ShortDef

without strength, exhausted

Debugging

Headword:
ἀπόκπατος
Headword (normalized):
ἀπόκπατος
Headword (normalized/stripped):
αποκπατος
IDX:
11286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11287
Key:

Data

{'content': 'without strength, exhausted'}