Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
ἀποκρεμάννυμι
View word page
ἀπόκοψις
cutting off
ShortDef
cutting off
Debugging
Headword:
ἀπόκοψις
Headword (normalized):
ἀπόκοψις
Headword (normalized/stripped):
αποκοψις
IDX:
11285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11286
Key:
Data
{'content': 'cutting off'}