Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
ἀποκρατέω
ἀποκρέμαμαι
View word page
ἀποκόψιμος
that can be cut off

ShortDef

that can be cut off

Debugging

Headword:
ἀποκόψιμος
Headword (normalized):
ἀποκόψιμος
Headword (normalized/stripped):
αποκοψιμος
IDX:
11284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11285
Key:

Data

{'content': 'that can be cut off'}