Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
ἀποκραιπαλάω
ἀποκραιπαλισμός
ἀποκρανίζω
View word page
ἀποκοτταβισμός
dashing out the last drops

ShortDef

dashing out the last drops

Debugging

Headword:
ἀποκοτταβισμός
Headword (normalized):
ἀποκοτταβισμός
Headword (normalized/stripped):
αποκοτταβισμος
IDX:
11282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11283
Key:

Data

{'content': 'dashing out the last drops'}