Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
ἀποκράζω
View word page
ἄποκος
on, without nap

ShortDef

on, without nap

Debugging

Headword:
ἄποκος
Headword (normalized):
ἄποκος
Headword (normalized/stripped):
αποκος
IDX:
11279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11280
Key:

Data

{'content': 'on, without nap'}