Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
ἀποκράδιος
View word page
ἀποκορύφωσις
concentration

ShortDef

concentration

Debugging

Headword:
ἀποκορύφωσις
Headword (normalized):
ἀποκορύφωσις
Headword (normalized/stripped):
αποκορυφωσις
IDX:
11278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11279
Key:

Data

{'content': 'concentration'}