Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
ἀποκραδίζω
View word page
ἀποκορυφόω
to bring to a point

ShortDef

to bring to a point

Debugging

Headword:
ἀποκορυφόω
Headword (normalized):
ἀποκορυφόω
Headword (normalized/stripped):
αποκορυφοω
IDX:
11277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11278
Key:

Data

{'content': 'to bring to a point'}