Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
ἀπόκπατος
View word page
ἀποκορέω
wipe off
ShortDef
wipe off
Debugging
Headword:
ἀποκορέω
Headword (normalized):
ἀποκορέω
Headword (normalized/stripped):
αποκορεω
IDX:
11276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11277
Key:
Data
{'content': 'wipe off'}