Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
ἀπόκοψις
View word page
ἀποκορέννυμι
make quite satisfied

ShortDef

make quite satisfied

Debugging

Headword:
ἀποκορέννυμι
Headword (normalized):
ἀποκορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποκορεννυμι
IDX:
11275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11276
Key:

Data

{'content': 'make quite satisfied'}