Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
ἀποκοτταβισμός
ἀποκουφίζω
ἀποκόψιμος
View word page
ἀποκόπτω
to cut off, hew off

ShortDef

to cut off, hew off

Debugging

Headword:
ἀποκόπτω
Headword (normalized):
ἀποκόπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκοπτω
IDX:
11274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11275
Key:

Data

{'content': 'to cut off, hew off'}