Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
ἀποκοσμέω
ἀποκοτταβίζω
View word page
ἀποκοπτέον
one must hew off

ShortDef

one must hew off

Debugging

Headword:
ἀποκοπτέον
Headword (normalized):
ἀποκοπτέον
Headword (normalized/stripped):
αποκοπτεον
IDX:
11271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11272
Key:

Data

{'content': 'one must hew off'}