Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
ἄποκος
View word page
ἀπόκοπος
castrated
ShortDef
castrated
Debugging
Headword:
ἀπόκοπος
Headword (normalized):
ἀπόκοπος
Headword (normalized/stripped):
αποκοπος
IDX:
11269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11270
Key:
Data
{'content': 'castrated'}