Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
ἀποκορύφωσις
View word page
ἀποκοπή
a cutting off

ShortDef

a cutting off

Debugging

Headword:
ἀποκοπή
Headword (normalized):
ἀποκοπή
Headword (normalized/stripped):
αποκοπη
IDX:
11268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11269
Key:

Data

{'content': 'a cutting off'}