Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
ἀποκορέω
ἀποκορυφόω
View word page
ἀποκοντόω
thrust away

ShortDef

thrust away

Debugging

Headword:
ἀποκοντόω
Headword (normalized):
ἀποκοντόω
Headword (normalized/stripped):
αποκοντοω
IDX:
11267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11268
Key:

Data

{'content': 'thrust away'}