Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
ἀποκορέννυμι
View word page
ἀποκονδυλόομαι
become condylomatous

ShortDef

become condylomatous

Debugging

Headword:
ἀποκονδυλόομαι
Headword (normalized):
ἀποκονδυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκονδυλοομαι
IDX:
11265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11266
Key:

Data

{'content': 'become condylomatous'}