Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
ἀποκόπτω
View word page
ἀποκομπάζω
to break with a snap

ShortDef

to break with a snap

Debugging

Headword:
ἀποκομπάζω
Headword (normalized):
ἀποκομπάζω
Headword (normalized/stripped):
αποκομπαζω
IDX:
11264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11265
Key:

Data

{'content': 'to break with a snap'}