Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
ἀποκοπτός
View word page
ἀπόκομμα
a splinter, chip, shred

ShortDef

a splinter, chip, shred

Debugging

Headword:
ἀπόκομμα
Headword (normalized):
ἀπόκομμα
Headword (normalized/stripped):
αποκομμα
IDX:
11263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11264
Key:

Data

{'content': 'a splinter, chip, shred'}