Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
ἀποκοπτικός
View word page
ἀποκομιστικός
ablativus

ShortDef

ablativus

Debugging

Headword:
ἀποκομιστικός
Headword (normalized):
ἀποκομιστικός
Headword (normalized/stripped):
αποκομιστικος
IDX:
11262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11263
Key:

Data

{'content': 'ablativus'}