Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
ἀποκοπτέον
View word page
ἀποκομιστής
one who leads away

ShortDef

one who leads away

Debugging

Headword:
ἀποκομιστής
Headword (normalized):
ἀποκομιστής
Headword (normalized/stripped):
αποκομιστης
IDX:
11261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11262
Key:

Data

{'content': 'one who leads away'}