Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
ἀποκοπρόομαι
View word page
ἀποκομίζω
to carry away, escort

ShortDef

to carry away, escort

Debugging

Headword:
ἀποκομίζω
Headword (normalized):
ἀποκομίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκομιζω
IDX:
11260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11261
Key:

Data

{'content': 'to carry away, escort'}