Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
ἀπόκοπος
View word page
ἀποκομιδή
a getting away, getting back

ShortDef

a getting away, getting back

Debugging

Headword:
ἀποκομιδή
Headword (normalized):
ἀποκομιδή
Headword (normalized/stripped):
αποκομιδη
IDX:
11259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11260
Key:

Data

{'content': 'a getting away, getting back'}