Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
ἀδιάσκοπος
View word page
ἀδιάπτωτος
infallible
ShortDef
infallible
Debugging
Headword:
ἀδιάπτωτος
Headword (normalized):
ἀδιάπτωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπτωτος
IDX:
1125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1126
Key:
Data
{'content': 'infallible'}