Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
ἀποκοπή
View word page
ἀποκομάω
lose one's hair

ShortDef

lose one's hair

Debugging

Headword:
ἀποκομάω
Headword (normalized):
ἀποκομάω
Headword (normalized/stripped):
αποκομαω
IDX:
11258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11259
Key:

Data

{'content': "lose one's hair"}