Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
ἀποκοντόω
View word page
ἀποκολυμβάω
to dive and swim away

ShortDef

to dive and swim away

Debugging

Headword:
ἀποκολυμβάω
Headword (normalized):
ἀποκολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
αποκολυμβαω
IDX:
11257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11258
Key:

Data

{'content': 'to dive and swim away'}