Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
ἀποκονίω
View word page
ἀποκολπόομαι
form a bay
ShortDef
form a bay
Debugging
Headword:
ἀποκολπόομαι
Headword (normalized):
ἀποκολπόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποκολποομαι
IDX:
11256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11257
Key:
Data
{'content': 'form a bay'}