Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
ἀποκομπάζω
ἀποκονδυλόομαι
View word page
ἀποκολούω
cut short off

ShortDef

cut short off

Debugging

Headword:
ἀποκολούω
Headword (normalized):
ἀποκολούω
Headword (normalized/stripped):
αποκολουω
IDX:
11255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11256
Key:

Data

{'content': 'cut short off'}