Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
ἀπόκομμα
View word page
ἀποκολλάω
unglue, dissolve
ShortDef
unglue, dissolve
Debugging
Headword:
ἀποκολλάω
Headword (normalized):
ἀποκολλάω
Headword (normalized/stripped):
αποκολλαω
IDX:
11253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11254
Key:
Data
{'content': 'unglue, dissolve'}