Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
ἀποκομιστικός
View word page
ἀποκόλαστος
unpunished

ShortDef

unpunished

Debugging

Headword:
ἀποκόλαστος
Headword (normalized):
ἀποκόλαστος
Headword (normalized/stripped):
αποκολαστος
IDX:
11252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11253
Key:

Data

{'content': 'unpunished'}