Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
ἀποκομιστής
View word page
ἀποκολακεύω
eblandior
ShortDef
eblandior
Debugging
Headword:
ἀποκολακεύω
Headword (normalized):
ἀποκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
αποκολακευω
IDX:
11251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11252
Key:
Data
{'content': 'eblandior'}