Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
ἀποκομίζω
View word page
ἀπόκοιτος
sleeping away from

ShortDef

sleeping away from

Debugging

Headword:
ἀπόκοιτος
Headword (normalized):
ἀπόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
αποκοιτος
IDX:
11250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11251
Key:

Data

{'content': 'sleeping away from'}