Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
ἀποκομιδή
View word page
ἀποκοιτέω
to sleep away from

ShortDef

to sleep away from

Debugging

Headword:
ἀποκοιτέω
Headword (normalized):
ἀποκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
αποκοιτεω
IDX:
11249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11250
Key:

Data

{'content': 'to sleep away from'}