Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
ἀδιάσκευος
View word page
ἀδιαπτωσία
infallibility
ShortDef
infallibility
Debugging
Headword:
ἀδιαπτωσία
Headword (normalized):
ἀδιαπτωσία
Headword (normalized/stripped):
αδιαπτωσια
IDX:
1124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1125
Key:
Data
{'content': 'infallibility'}