Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
ἀποκολυμβάω
ἀποκομάω
View word page
ἀποκοιμίζω
put to sleep

ShortDef

put to sleep

Debugging

Headword:
ἀποκοιμίζω
Headword (normalized):
ἀποκοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκοιμιζω
IDX:
11248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11249
Key:

Data

{'content': 'put to sleep'}