Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκολούω
ἀποκολπόομαι
View word page
ἀποκογχίζω
draw out with a κόγχη I.2

ShortDef

draw out with a κόγχη I.2

Debugging

Headword:
ἀποκογχίζω
Headword (normalized):
ἀποκογχίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκογχιζω
IDX:
11246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11247
Key:

Data

{'content': 'draw out with a κόγχη I.2'}