Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
ἀποκολλάω
ἀποκολοκύντωσις
View word page
ἀπόκνισις
nipping off
ShortDef
nipping off
Debugging
Headword:
ἀπόκνισις
Headword (normalized):
ἀπόκνισις
Headword (normalized/stripped):
αποκνισις
IDX:
11244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11245
Key:
Data
{'content': 'nipping off'}