Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
ἀποκολακεύω
ἀποκόλαστος
View word page
ἀπόκνησις
a shrinking from
ShortDef
a shrinking from
Debugging
Headword:
ἀπόκνησις
Headword (normalized):
ἀπόκνησις
Headword (normalized/stripped):
αποκνησις
IDX:
11242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11243
Key:
Data
{'content': 'a shrinking from'}