Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
ἀποκοιτέω
ἀπόκοιτος
View word page
ἀποκναίω
to wear

ShortDef

to wear

Debugging

Headword:
ἀποκναίω
Headword (normalized):
ἀποκναίω
Headword (normalized/stripped):
αποκναιω
IDX:
11240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11241
Key:

Data

{'content': 'to wear'}