Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
ἀδιάρθρωτος
ἀδιαρίπιστος
ἀδιάρρευστος
ἀδιάρρηκτος
ἀδιάρροια
ἀδιάσειστος
ἀδιασκέδαστος
ἀδιασκέπτως
View word page
ἀδιαπόρευτος
that cannot be traversed

ShortDef

that cannot be traversed

Debugging

Headword:
ἀδιαπόρευτος
Headword (normalized):
ἀδιαπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπορευτος
IDX:
1123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1124
Key:

Data

{'content': 'that cannot be traversed'}