Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
ἀποκοιμάομαι
ἀποκοιμίζω
View word page
ἀποκμητέον
one must grow weary

ShortDef

one must grow weary

Debugging

Headword:
ἀποκμητέον
Headword (normalized):
ἀποκμητέον
Headword (normalized/stripped):
αποκμητεον
IDX:
11238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11239
Key:

Data

{'content': 'one must grow weary'}