Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκληρωτέον
ἀποκληρωτικός
ἀπόκλητος
ἀπόκλιμα
ἀποκλιμάκωσις
ἀποκλινής
ἀποκλίνω
ἀπόκλισις
ἀποκλιτέον
ἀπόκλιτος
ἀποκλύζω
ἀπόκλυσις
ἀποκμητέον
ἀπόκναισις
ἀποκναίω
ἀποκνέω
ἀπόκνησις
ἀποκνίζω
ἀπόκνισις
ἀπόκνισμα
ἀποκογχίζω
View word page
ἀποκλύζω
to wash away

ShortDef

to wash away

Debugging

Headword:
ἀποκλύζω
Headword (normalized):
ἀποκλύζω
Headword (normalized/stripped):
αποκλυζω
IDX:
11236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11237
Key:

Data

{'content': 'to wash away'}